καρτεροθύμων

καρτεροθύμων
καρτεροθύ̱μων , καρτερόθυμος
stronghearted
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καρτερόθυμος — καρτερόθυμος, ον (Α) 1. γενναιόψυχος («Μυσῶν... καρτεροθύμων», Ομ. Ιλ.) 2. ισχυρός, σφοδρός («ἀνέμους... καρτεροθύμους», Ησίοδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + θυμος (< θυμός «ψυχή, πνεύμα»), πρβλ. αγλαό θυμος, οξύ θυμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”